θαυματοποιικός

θαυματοποιικός
θαυμᾰτοποι-ικός, ή, όν,
A juggling: ἡ -κή (sc. τέχνη),= foreg., Pl.Sph. 224a; τὸθ. μόριον ib.268d.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • θαυματοποιικός — θαυματοποιικός, ή, όν (Α) [θαυματοποιός] 1. αυτός που ανήκει στη θαυματοποιία ή στη γοητεία 2. το θηλ. ως ουσ. η θαυματοποιική (ενν. τέχνη) η θαυματοποιία …   Dictionary of Greek

  • θαυματοποιικόν — θαυματοποιικός juggling masc acc sg θαυματοποιικός juggling neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυματοποιική — θαυματοποιικός juggling fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θαυματοποιικήν — θαυματοποιικός juggling fem acc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”